- παραζεσταίνω
- ζεσταίνω κάτι πάρα πολύ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραθερμαίνω — ΝΑ [παράθερμος] (νεο ελλ.) θερμαίνω πάρα πολύ, παραζεσταίνω αρχ. 1. φέρνω κάποιον σε διάθεση, σε κέφι, φαιδρύνω («οἶνος παραθερμαίνει τὴν ψυχήν», Αθήν.) 2. (για πρόσ.) γίνομαι ευερέθιστος («οὐ κατάσχοιμι τὴν ὕβριν ἀλλὰ παραθερμανθείς.... ἕλκοιμι… … Dictionary of Greek
υπερθερμαίνω — ὑπερθερμαίνω ΝΑ θερμαίνω κάτι πέρα από το κανονικό, παραζεσταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θερμαίνω] … Dictionary of Greek
υπερθερμαίνω — υπερθέρμανα, υπερθερμάνθηκα, μτβ., θερμαίνω κάτι πέρα από το κανονικό όριο, παραζεσταίνω: Υπερθερμάνθηκε η μηχανή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)